- ξεμαντάλωμα
- το , ξεμαντάλωμός ο отпирание (двери, ворот и т. п.);
§ δεν έχει ξεμαντάλωμό η γλώσσα του — у него язык без костей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δεν έχει ξεμαντάλωμό η γλώσσα του — у него язык без костей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμαντάλωμα — το [ξεμανταλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα … Dictionary of Greek
ξεμανταλωμός — ο [ξεμανταλώνω] 1. το ξεμαντάλωμα 2. μτφ. περιορισμός, περιστολή … Dictionary of Greek